κατασπαταλώ

κατασπαταλώ
(AM κατασπαταλῶ, -άω)
σπαταλώ αλόγιστα, καταξοδεύω
αρχ.
διάγω βίο άσωτο, ακόλαστο, ασωτεύω.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κατασπαταλώ — και κατασπαταλάω κατασπατάλησα, κατασπαταλήθηκα, κατασπαταλημένος, σπαταλώ αλόγιστα, καταδαπανώ, κατασκορπίζω: Κατασπατάλησε όλη την περιουσία του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • κατασπαταλώ — κατασπαταλάω / κατασπαταλώ (παρατατ. ούσα), κατασπατάλησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • κατασπαταλῶ — κατασπαταλάω live wantonly pres imperat mp 2nd sg κατασπαταλάω live wantonly pres subj act 1st sg (attic epic ionic) κατασπαταλάω live wantonly pres ind act 1st sg (attic epic ionic) κατασπαταλάω live wantonly pres subj act 1st sg (attic epic… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • καταδιαφθείρω — (Α) κατασπαταλώ («καταδιαφθείρω τὰ πατρῷα» κατασπαταλώ την πατρική περιουσία) …   Dictionary of Greek

  • καταριστώ — καταριστῶ, άω (Α) κατασπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ἀριστῶ «γευματίζω» (< ἄριστον «γεύμα»). Η αρχική σημ. «κάνω σπατάλες για το γεύμα» γενικεύθηκε σε «κατασπαταλώ»] …   Dictionary of Greek

  • αναλίσκω — (Α ἀναλίσκω και ἀναλῶ, όω, Ν και αναλώνω) 1. δαπανώ, ξοδεύω, καταναλώνω 2. ξοδεύω αλόγιστα, κατασπαταλώ 3. φθείρω, καταστρέφω σιγά σιγά (στα αρχ. μόνο στην παθ.) αρχ. 1. (για πρόσωπα) σκοτώνω, καταστρέφω 2. παθ. (για πράγματα) εκλείπω, μέ πετούν …   Dictionary of Greek

  • αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή …   Dictionary of Greek

  • αφανίζω — (AM ἀφανίζω) [αφανής] 1. εξαφανίζω 2. καταστρέφω, εξοντώνω 3. καταστρέφω οικονομικά κάποιον ή κατασπαταλώ περιουσία 4. καταβάλλω, καταπονώ νεοελλ. διακορεύω, καταστρέφω ηθικά αρχ. μσν. αφαιρώ κάτι από κάποιον μσν. παραπλανώ αρχ. 1. κρύβω,… …   Dictionary of Greek

  • γλεντώ — ( άω) και γλεντίζω 1. διασκεδάζω τρώγοντας και πίνοντας με χορούς και τραγούδια, είμαι σε γλέντι 2. μτφ. αισθάνομαι ευχαρίστηση με κάτι («γλεντάω τη μοναξιά μου», «εσύ γλεντάς με τα καμώματα της», Βάρναλ.) 3. (μτβ.) προσφέρω ευχαρίστηση σε… …   Dictionary of Greek

  • δαρδάπτω — (Α) 1. (για θηρία) καταβροχθίζω 2. φρ. «δαρδάπτω χρήματα, κτήματα κ.λπ.» κατατρώω, κατασπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *δαρ δαρπ τω (πρβλ. δρέπω) με ανομοιωτική αποβολή τού δεύτερου ρ . Κατ άλλους ο τ. δαρδάπτω συνδέεται παρετυμολογικά με το δάπτω*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”